-
1 активность
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > активность
-
2 влажность
η υγρασίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > влажность
-
3 геохронология
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > геохронология
-
4 дисторсия
η στρέβλωση, η παραμόρφωση бочкообразная - βαρελοειδής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дисторсия
-
5 единица
1. (измерения) η μονάδ/α *в - ах σε - εςпринимать за - у λαμβάνω ως/σαν -6 εκατομμυρίων χλμ.)средняя - μέση -, μεσαία -2. (число) (о αριθμός) ένα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > единица
-
6 износостойкость
η αντοχή, η αντίσταση (στη φθορά), η ανθεκτικότηταотносительная - σχετική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > износостойкость
-
7 инверсия
1. тех. η αναστροφή, η αντιστροφή 2. биол. η μετάθεση, η αναστροφή, η αντιστροφή 3. (лингв., литер.) το υπερβατό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > инверсия
-
8 проницаемость
(проникаемость) η διαπερατότηταдиэлектрическая - διηλεκτρική -, η διηλεκτρική σταθεράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > проницаемость
-
9 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
10 чувствительность
η ευαισθησίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > чувствительность
-
11 шероховатость
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шероховатость
-
12 свобода
-ы θ.1. ελευθερία• λευτεριά•, равенство и братство ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα•завоевать -у καταχτώ τη λευτεριά•
борец за -у αγωνιστής της λευτεριάς•
свобода полная свобода πλήρης ελευθερία•
относительная -σχετική ελευθερία•
ограниченная свобода περιορισμένη ελευθερία•
любовь к -е αγάπη για τη λευτεριά (φιλελευθερία)•
свобода собраний ελευθερία του συνέρχεσθαι•
свобода печати ελευθερία τύπου•
предоставить -у действий παρέχω ελευθερία δράσης•
свобода вероисповедения ανεξίθρησκεία•
демократические -ы δημοκρατικές ελευθερίες•
выпустить на -у αφήνω ελεύθερον•
лишить -у στερώ της ελευθερίας•
свобода торговли ελευθερία εμπορίου•
свобода передвижения ελευθερία μετακίνησης.
|| απελευθέρωση.2. ευκολία•отвечать с -ой απαντώ ελεύθερα.
3. ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος. || οικειότητα, θάρρος.εκφρ.свобода рук – ελευθερία δράσης•на -е – στον ελεύθερο χρόνο•дать -у – βλ. στη λ. воля.
Перевод: с русского на греческий
с греческого на русский- С греческого на:
- Русский
- С русского на:
- Все языки
- Английский
- Греческий